Καταμερισμός στα ιταλικά
Μετάφραση: καταμερισμός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assegnazione, ripartizione, riparto, di ripartizione, la ripartizione, suddivisione
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταμερισμός
καταμερισμός εργασίας wikipedia, καταμερισμός εργασίας μαρξ, καταμερισμός συνώνυμο, καταμερισμός εργασίας, καταμερισμόσ των έργων, καταμερισμός λεξικό γλώσσας ιταλικά, καταμερισμός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καταλύω στα ιταλικά - guardiola, albergare, alloggiare, depositare, catalizzare, di catalizzare, catalizzare i, ...
- καταμέτρηση στα ιταλικά - misurazione, contare, Numero di, conteggio, conto, conta
- καταμετρώ στα ιταλικά - admeasure
- κατανάλωση στα ιταλικά - consumo, consumi, consumo di, il consumo, il consumo di
Τυχαίες λέξεις
Καταμερισμός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: assegnazione, ripartizione, riparto, di ripartizione, la ripartizione, suddivisione
Μεταφράσεις: assegnazione, ripartizione, riparto, di ripartizione, la ripartizione, suddivisione