Κατσουφιάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κατσουφιάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спускам, блика, спускам се, навеждам, унижавам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατσουφιάζω
κατσουφιάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κατσουφιάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κατσαρώνω στα βουλγαρικά - пръскам, къдрица, гладка, чупливостта, къдриците
- κατσικάκι στα βουλγαρικά - лайка, хлапе, дете, ли деца, детето, момче
- κατωτερότητα στα βουλγαρικά - малоценност, за малоценност, непълноценност, малка ефективност
- κατόπιν στα βουλγαρικά - след, след като, в
Τυχαίες λέξεις
Κατσουφιάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: спускам, блика, спускам се, навеждам, унижавам
Μεταφράσεις: спускам, блика, спускам се, навеждам, унижавам