Κατσουφιάζω στα τούρκικα
Μετάφραση: κατσουφιάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karartmak, lour, kararmak, somurtma, surat asma
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατσουφιάζω
κατσουφιάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατσουφιάζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κατσαρώνω στα τούρκικα - rulo, bukle, kabarmayı, Kıvrılmayan, elektriklenmemiş, elektriklenmeyen
- κατσικάκι στα τούρκικα - çocuk, evlat, bir çocuk, kid, çocuğun
- κατωτερότητα στα τούρκικα - aşağılık, aşağılık duygusu, eşit etkinlik, astlık
- κατόπιν στα τούρκικα - sonra, sonrası, sonrasında, ardından
Τυχαίες λέξεις
Κατσουφιάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: karartmak, lour, kararmak, somurtma, surat asma
Μεταφράσεις: karartmak, lour, kararmak, somurtma, surat asma