Κατσουφιάζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατσουφιάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
humilhar, Lour, fazer cara feia, ameaçar tempestade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατσουφιάζω
κατσουφιάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατσουφιάζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κατσαρώνω στα πορτογαλικά - onda, curioso, caracol, frisado, encaracolado, frizz, o frizz, ...
- κατσικάκι στα πορτογαλικά - jovem, infância, criança, garoto, chutar, pontapé, cabrito, ...
- κατωτερότητα στα πορτογαλικά - inferioridade, de inferioridade, a inferioridade
- κατόπιν στα πορτογαλικά - subsequente, subsequentemente, após, depois, depois de, após a, após o
Τυχαίες λέξεις
Κατσουφιάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: humilhar, Lour, fazer cara feia, ameaçar tempestade
Μεταφράσεις: humilhar, Lour, fazer cara feia, ameaçar tempestade