Κατσουφιάζω στα νορβηγικά
Μετάφραση: κατσουφιάζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lour
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατσουφιάζω
κατσουφιάζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, κατσουφιάζω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- κατσαρώνω στα νορβηγικά - rull, frizz, krus, krusete, krusete hår
- κατσικάκι στα νορβηγικά - barn, kid, gutt, barne, ungen, gutten
- κατωτερότητα στα νορβηγικά - underlegenhet, mindreverdighets, inferiority, mindreverdighetskompleks, mindreverd
- κατόπιν στα νορβηγικά - etterpå, etter, etter at, etter å, etter å ha, når
Τυχαίες λέξεις
Κατσουφιάζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: lour
Μεταφράσεις: lour