Κατσουφιάζω στα εσθονικά
Μετάφραση: κατσουφιάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hukkamõist, lour, Allpool, Madalam
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατσουφιάζω
κατσουφιάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, κατσουφιάζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κατσαρώνω στα εσθονικά - lokk, lokkima, kihar, särisema, kräsu, juuste sassiminekut, frizz, ...
- κατσικάκι στα εσθονικά - glassee, põngerjas, laps, poiss, lapsele, kid
- κατωτερότητα στα εσθονικά - alaväärsus, halvemus, alamusvahekord, vähemväärtuslikkus, alamus, alaväärtuslikkus
- κατόπιν στα εσθονικά - järgnevalt, pärast, peale, pärast seda, järel, kui
Τυχαίες λέξεις
Κατσουφιάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: hukkamõist, lour, Allpool, Madalam
Μεταφράσεις: hukkamõist, lour, Allpool, Madalam