Κατσουφιάζω στα ιταλικά

Μετάφραση: κατσουφιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rabbuiarsi, Lour, aspetto accigliato, accigliarsi, minacciare tempesta
Κατσουφιάζω στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατσουφιάζω

κατσουφιάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, κατσουφιάζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κατσαρώνω στα ιταλικά - riccio, rotolo, ricciolo, ruolo, rullo, sfriggere, crespo, ...
  • κατσικάκι στα ιταλικά - bambina, bambino, ragazzo, capretto, ragazzino, kid
  • κατωτερότητα στα ιταλικά - inferiorità, di inferiorità, d'inferiorità, l'inferiorità
  • κατόπιν στα ιταλικά - dopo, poi, dopo la, dopo il, dopo aver, dopo che
Τυχαίες λέξεις
Κατσουφιάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: rabbuiarsi, Lour, aspetto accigliato, accigliarsi, minacciare tempesta