Κράμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κράμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сплав, сплави, нелегирани, легирана
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κράμα
κράμα χαλκού νικελίου και ψευδαργύρου, κράμα ψευδάργυρου, κράμα αλουμινίου, κράμα χαλκού, κράμα λευκωσία, κράμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κράμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κούφιος στα βουλγαρικά - кух, кухо, кухина, вдлъбнатина, котловина
- κράζω στα βουλγαρικά - писък, скърцане като, издавам стържещ звук, остър шум
- κράμβη στα βουλγαρικά - изнасилване, рапица, изнасилването, изнасилвания, рапично
- κράμπα στα βουλγαρικά - спазъм, схващане, крамп, парализиращо въздействие, причинявам схващане
Τυχαίες λέξεις
Κράμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сплав, сплави, нелегирани, легирана
Μεταφράσεις: сплав, сплави, нелегирани, легирана