Κυμαίνομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κυμαίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колебаят, колебае, се колебае, се колебаят, да варира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυμαίνομαι
κυμαίνομαι συνώνυμο, κυμαίνομαι συνώνυμα, κυμαίνομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κυμαίνομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κυλώ στα βουλγαρικά - течение, ролка, руло, валяк, преобръщане, валцуван
- κυμάτισμα στα βουλγαρικά - раба, вълнообразен, вълнообразна, вълниста, вълнообразни, вълнист
- κυματισμός στα βουλγαρικά - раба, вълнообразно движение, нагъване, вълнообразно, трептения, вълнообразни очертания
- κυνήγι στα βουλγαρικά - лов, ловен, лова, ловуване, ловна
Τυχαίες λέξεις
Κυμαίνομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: колебаят, колебае, се колебае, се колебаят, да варира
Μεταφράσεις: колебаят, колебае, се колебае, се колебаят, да варира