Κυμαίνομαι στα πολωνικά

Μετάφραση: κυμαίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chwiać, zmieniać, falować, wahać, zmieniać się, oscylować, ulegać wahaniom, się wahać
Κυμαίνομαι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυμαίνομαι

κυμαίνομαι συνώνυμο, κυμαίνομαι συνώνυμα, κυμαίνομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, κυμαίνομαι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κυλώ στα πολωνικά - tarzać, spływać, wałować, odpływać, wokanda, bułka, rolka, ...
  • κυμάτισμα στα πολωνικά - pofalować, zmarszczka, pluskanie, sfalowanie, czochranie, szemrać, czochrać, ...
  • κυματισμός στα πολωνικά - sfalowanie, szmer, falowanie, tętnienie, zaszumieć, marszczyć, rozprzestrzeniać, ...
  • κυνήγι στα πολωνικά - myślistwo, łowiectwo, polowanie, szukanie, polowania, myśliwski
Τυχαίες λέξεις
Κυμαίνομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: chwiać, zmieniać, falować, wahać, zmieniać się, oscylować, ulegać wahaniom, się wahać