Κυμαίνομαι στα δανικά
Μετάφραση: κυμαίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
svinger, svinge, variere, udsving, varierer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυμαίνομαι
κυμαίνομαι συνώνυμο, κυμαίνομαι συνώνυμα, κυμαίνομαι λεξικό γλώσσας δανικά, κυμαίνομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- κυλώ στα δανικά - rulle, strøm, ring, bæk, rundstykke, roll, kast, ...
- κυμάτισμα στα δανικά - bølget, bølgede, bølgende, wavy, bølgeformet
- κυματισμός στα δανικά - bølgebevægelse, bølgedannelse, bølgeform, kuperet, bølgeformen
- κυνήγι στα δανικά - jagt, jagten, fangst, på jagt
Τυχαίες λέξεις
Κυμαίνομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: svinger, svinge, variere, udsving, varierer
Μεταφράσεις: svinger, svinge, variere, udsving, varierer