Κυμαίνομαι στα ιταλικά
Μετάφραση: κυμαίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
oscillare, fluttuare, variare, fluttuazioni, fluttuerà
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυμαίνομαι
κυμαίνομαι συνώνυμο, κυμαίνομαι συνώνυμα, κυμαίνομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, κυμαίνομαι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κυλώ στα ιταλικά - profluvio, ruolo, grondare, corrente, rotolare, lista, fango, ...
- κυμάτισμα στα ιταλικά - ondulato, ondulata, ondulati, ondulate, mossi
- κυματισμός στα ιταλικά - ondulazione, ondulazioni, un'ondulazione, ondulazione del, movimento ondulatorio
- κυνήγι στα ιταλικά - ricerca, caccia, di caccia, la caccia, da caccia, della caccia
Τυχαίες λέξεις
Κυμαίνομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: oscillare, fluttuare, variare, fluttuazioni, fluttuerà
Μεταφράσεις: oscillare, fluttuare, variare, fluttuazioni, fluttuerà