Κυμαίνομαι στα ισλανδικά

Μετάφραση: κυμαίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveiflast, sveiflur, sveiflast í, sveiflist, að sveiflast
Κυμαίνομαι στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυμαίνομαι

κυμαίνομαι συνώνυμο, κυμαίνομαι συνώνυμα, κυμαίνομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κυμαίνομαι στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κυλώ στα ισλανδικά - brölta, rúlla, Roll, Sturta, hjólastólsaðgengi, Aðgengileg
  • κυμάτισμα στα ισλανδικά - bylgjaður, liðaður, bylgjuferillinn, hlykkjóttir, krullaður
  • κυματισμός στα ισλανδικά - undulation
  • κυνήγι στα ισλανδικά - veiði, veiðar, dýraveiðar, Skotveiði, Hunting
Τυχαίες λέξεις
Κυμαίνομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sveiflast, sveiflur, sveiflast í, sveiflist, að sveiflast