Λιάζομαι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: λιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
топля се, топля, наслаждават, се наслаждават, къпе
Λιάζομαι στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιάζομαι

λιάζομαι συνώνυμο, λιάζομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λιάζομαι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ληστεία στα βουλγαρικά - хулиганство, грабеж, обир, грабежи, кражба
  • ληστεύω στα βουλγαρικά - грабя, Роб, Rob, ограби, ограбят
  • λιανικός στα βουλγαρικά - на дребно, дребно, търговски, търговия на дребно
  • λιβάδι στα βουλγαρικά - ливада, поляна, ливадни, ливаден, ливадите
Τυχαίες λέξεις
Λιάζομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: топля се, топля, наслаждават, се наслаждават, къпе