Λιάζομαι στα σλοβενικά
Μετάφραση: λιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Uživati, Sunčati, orjak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιάζομαι
λιάζομαι συνώνυμο, λιάζομαι λεξικό γλώσσας σλοβενικά, λιάζομαι στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- ληστεία στα σλοβενικά - rop, ropa, ropi, ropu, ropov
- ληστεύω στα σλοβενικά - okrást, krást, rob, oropal, oropati, oropali, oropajo
- λιανικός στα σλοβενικά - trgovina na drobno, drobno, na drobno, maloprodajna, maloprodajni
- λιβάδι στα σλοβενικά - loka, travnik, travniške, travniški, travniških, travniško
Τυχαίες λέξεις
Λιάζομαι στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: Uživati, Sunčati, orjak
Μεταφράσεις: Uživati, Sunčati, orjak