Λιάζομαι στα ουγγρικά

Μετάφραση: λιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sütkérezik, élvezhetik, sütkéreznek, fürödjünk, sütkérezni
Λιάζομαι στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιάζομαι

λιάζομαι συνώνυμο, λιάζομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λιάζομαι στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ληστεία στα ουγγρικά - rablás, rablásoktól, rablást, rablások, a rablás
  • ληστεύω στα ουγγρικά - rabol, kirabol, Rob, rabolni, kirabolni
  • λιανικός στα ουγγρικά - kiskereskedelem, kiskereskedelmi, lakossági, a kiskereskedelmi, a lakossági
  • λιβάδι στα ουγγρικά - kaszáló, rét, kertre, réti, meadow
Τυχαίες λέξεις
Λιάζομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: sütkérezik, élvezhetik, sütkéreznek, fürödjünk, sütkérezni