Λιάζομαι στα λιθουανικά

Μετάφραση: λιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šildytis, Greta, mėgautis, mėgaukitės
Λιάζομαι στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιάζομαι

λιάζομαι συνώνυμο, λιάζομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, λιάζομαι στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ληστεία στα λιθουανικά - apiplėšimas, plėšimas, apiplėšimo, apiplėšimą, apiplėšimai
  • ληστεύω στα λιθουανικά - apiplėšti, atimti, plėšti, apgrobti, nepelnytai pralaimėti
  • λιανικός στα λιθουανικά - mažmeninė prekyba, mažmeninė, prekybinis objektas, mažmeninės, mažmeninės prekybos
  • λιβάδι στα λιθουανικά - pieva, pievų, laukų, meadow, lanka
Τυχαίες λέξεις
Λιάζομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šildytis, Greta, mėgautis, mėgaukitės