Λιάζομαι στα λευκορωσικά
Μετάφραση: λιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грэцца, греться, пагрэцца, награвацца
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιάζομαι
λιάζομαι συνώνυμο, λιάζομαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, λιάζομαι στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ληστεία στα λευκορωσικά - рабаванне, абрабаванне, рабаваньне
- ληστεύω στα λευκορωσικά - рабаваць
- λιανικός στα λευκορωσικά - раздробны, рознічны, рознічная, раздробная
- λιβάδι στα λευκορωσικά - луг, сенажаць, поплаў
Τυχαίες λέξεις
Λιάζομαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: грэцца, греться, пагрэцца, награвацца
Μεταφράσεις: грэцца, греться, пагрэцца, награвацца