Λοίμωξη στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λοίμωξη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инфекция, инфекцията, заразяване, инфекция на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λοίμωξη
λοίμωξη στο μυοκάρδιο, λοίμωξη από έρπη ζωστήρα, λοίμωξη μυοκαρδίου, λοίμωξη αναπνευστικού icd 10, λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, λοίμωξη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λοίμωξη στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λιχουδιά στα βουλγαρικά - изящество, деликатес, деликатност, лакомство, изтънченост
- λιώνω στα βουλγαρικά - лорд, изнурят, се изнурят
- λογάριθμος στα βουλγαρικά - логаритъм, логаритмична, логаритмичната, десетичен логаритъм
- λογαριάζω στα βουλγαρικά - броене, граф, броя, преброяване, брои
Τυχαίες λέξεις
Λοίμωξη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: инфекция, инфекцията, заразяване, инфекция на
Μεταφράσεις: инфекция, инфекцията, заразяване, инфекция на