Λοίμωξη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λοίμωξη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contagiar, infecção, a infecção, infecção por, infecção pelo, de infecção
Λοίμωξη στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λοίμωξη

λοίμωξη στο μυοκάρδιο, λοίμωξη από έρπη ζωστήρα, λοίμωξη μυοκαρδίου, λοίμωξη αναπνευστικού icd 10, λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, λοίμωξη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λοίμωξη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λιχουδιά στα πορτογαλικά - bocado, acepipe, guloseima, morfologia, delicadeza, delicacy, iguaria, ...
  • λιώνω στα πορτογαλικά - grade, tão, tal, derreter, lidar, moer, assim, ...
  • λογάριθμος στα πορτογαλικά - logaritmo, logarítmo, logaritmos, logarítmica, logarithm
  • λογαριάζω στα πορτογαλικά - medir, orçar, calcule, calcular, computar, contar, contagem, ...
Τυχαίες λέξεις
Λοίμωξη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: contagiar, infecção, a infecção, infecção por, infecção pelo, de infecção