Λοίμωξη στα ολλανδικά

Μετάφραση: λοίμωξη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
infectie, ontsteking, besmetting, infecties, een infectie
Λοίμωξη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λοίμωξη

λοίμωξη στο μυοκάρδιο, λοίμωξη από έρπη ζωστήρα, λοίμωξη μυοκαρδίου, λοίμωξη αναπνευστικού icd 10, λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, λοίμωξη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λοίμωξη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λιχουδιά στα ολλανδικά - snoepgoed, mondvol, versnapering, lekkernij, hap, delicatesse, fijnheid, ...
  • λιώνω στα ολλανδικά - piepen, wegsmelten, dooien, ontdooien, arbeiden, dooi, knarsen, ...
  • λογάριθμος στα ολλανδικά - logaritme, logarithme, logaritmische, logaritme met, logaritme van
  • λογαριάζω στα ολλανδικά - berekenen, uitrekenen, rekenen, calculeren, tellen, optellen, tel, ...
Τυχαίες λέξεις
Λοίμωξη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: infectie, ontsteking, besmetting, infecties, een infectie