Λοίμωξη στα δανικά

Μετάφραση: λοίμωξη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
infektion, infektionen, smitte, infektioner
Λοίμωξη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λοίμωξη

λοίμωξη στο μυοκάρδιο, λοίμωξη από έρπη ζωστήρα, λοίμωξη μυοκαρδίου, λοίμωξη αναπνευστικού icd 10, λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, λοίμωξη λεξικό γλώσσας δανικά, λοίμωξη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • λιχουδιά στα δανικά - delikatesse
  • λιώνω στα δανικά - male, smelte, affald væk, affald bort, svinde hen, sygne hen
  • λογάριθμος στα δανικά - logaritme, logaritmen, logaritme til, logaritmen til
  • λογαριάζω στα δανικά - beregne, tælle, tæller, noget ud, noget ud af, noget
Τυχαίες λέξεις
Λοίμωξη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: infektion, infektionen, smitte, infektioner