Λοίμωξη στα ουκρανικά

Μετάφραση: λοίμωξη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заражати, заразити, інфекція
Λοίμωξη στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λοίμωξη

λοίμωξη στο μυοκάρδιο, λοίμωξη από έρπη ζωστήρα, λοίμωξη μυοκαρδίου, λοίμωξη αναπνευστικού icd 10, λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, λοίμωξη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λοίμωξη στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λιχουδιά στα ουκρανικά - тонкість, делікатес, хворобливість, морж, вишуканість, деликатес
  • λιώνω στα ουκρανικά - молоти, гострити, розтанути, танути, загострити, відлига, дині, ...
  • λογάριθμος στα ουκρανικά - лісоруб, логарифм
  • λογαριάζω στα ουκρανικά - рахувати, підраховувати, обчислювати, вважати, вважатимуться, уважати
Τυχαίες λέξεις
Λοίμωξη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: заражати, заразити, інфекція