Λοίμωξη στα πολωνικά

Μετάφραση: λοίμωξη, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zarażenie, zakażenie, zaraza, infekcja, zarażanie, zakażenia, infekcji, infekcje
Λοίμωξη στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λοίμωξη

λοίμωξη στο μυοκάρδιο, λοίμωξη από έρπη ζωστήρα, λοίμωξη μυοκαρδίου, λοίμωξη αναπνευστικού icd 10, λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, λοίμωξη λεξικό γλώσσας πολωνικά, λοίμωξη στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • λιχουδιά στα πολωνικά - kawałek, frykas, przysmak, delikatność, subtelność, delicja, kąsek, ...
  • λιώνω στα πολωνικά - stopić, obtaczać, zgrzytać, wyszlifować, rozpływać, roztapiać, stajać, ...
  • λογάριθμος στα πολωνικά - logarytm, logarytmem, logarytmu, logarithm, logarytmiczna
  • λογαριάζω στα πολωνικά - oceniać, rachować, kalkulować, obliczyć, przypuszczać, wyrachować, obliczać, ...
Τυχαίες λέξεις
Λοίμωξη στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zarażenie, zakażenie, zaraza, infekcja, zarażanie, zakażenia, infekcji, infekcje