Μύτη στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μύτη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нос, носа, на носа, носът, от носа
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μύτη
μύτη σαν σαλάμι, μύτη αίμα, μύτη βιδώματος με στοπ για γυψοσανίδα, μύτη που ματώνει, μύτη ονειροκρίτης, μύτη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μύτη στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μύλος στα βουλγαρικά - мелница, мелницата, фабрика, завод
- μύρτος στα βουλγαρικά - мирт, Myrtos, Миртос
- μώλωπας στα βουλγαρικά - уших, натъртване, синина, охлузване, на синини, получавате синини
- νάνος στα βουλγαρικά - джудже, джуджета, джуджето
Τυχαίες λέξεις
Μύτη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: нос, носа, на носа, носът, от носа
Μεταφράσεις: нос, носа, на носа, носът, от носа