Μύτη στα τούρκικα
Μετάφραση: μύτη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
burun, ucu, burnu, nose, burnun
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μύτη
μύτη σαν σαλάμι, μύτη αίμα, μύτη βιδώματος με στοπ για γυψοσανίδα, μύτη που ματώνει, μύτη ονειροκρίτης, μύτη λεξικό γλώσσας τούρκικα, μύτη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μύλος στα τούρκικα - fabrika, değirmen, Mill, değirmeni, fabrikası, tesisi
- μύρτος στα τούρκικα - myrtos, Gör myrtos
- μώλωπας στα τούρκικα - çürük, yara, bere, ezik, berelemek
- νάνος στα τούρκικα - minicik, cüce, bodur, dwarf, bir cüce
Τυχαίες λέξεις
Μύτη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: burun, ucu, burnu, nose, burnun
Μεταφράσεις: burun, ucu, burnu, nose, burnun