Μύτη στα ουγγρικά
Μετάφραση: μύτη, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ékorr, szimat, sziklafok, zamat, orr, orrát, orra, orrot, az orr
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μύτη
μύτη σαν σαλάμι, μύτη αίμα, μύτη βιδώματος με στοπ για γυψοσανίδα, μύτη που ματώνει, μύτη ονειροκρίτης, μύτη λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μύτη στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- μύλος στα ουγγρικά - malom, Mill, malomban, malmot, üzem
- μύρτος στα ουγγρικά - mirtusz, Myrtosból, Myrtos, A Myrtos
- μώλωπας στα ουγγρικά - horzsolás, zúzódás, véraláfutás, véraláfutása, zúzódást
- νάνος στα ουγγρικά - törpe, törp, törpét, a törpe
Τυχαίες λέξεις
Μύτη στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: ékorr, szimat, sziklafok, zamat, orr, orrát, orra, orrot, az orr
Μεταφράσεις: ékorr, szimat, sziklafok, zamat, orr, orrát, orra, orrot, az orr