Μύτη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μύτη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nariz, norueguês, do nariz, o nariz, nasal, de nariz
Μύτη στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μύτη

μύτη σαν σαλάμι, μύτη αίμα, μύτη βιδώματος με στοπ για γυψοσανίδα, μύτη που ματώνει, μύτη ονειροκρίτης, μύτη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μύτη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μύλος στα πορτογαλικά - fábrica, moinho, leite, moinhos, ordenhar, usina, moinho de, ...
  • μύρτος στα πορτογαλικά - myrtos, de Myrtos
  • μώλωπας στα πορτογαλικά - contusão, equimose, machucado, hematoma, bruise
  • νάνος στα πορτογαλικά - anão, dever, anã, dwarf, do anão, miúdo
Τυχαίες λέξεις
Μύτη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: nariz, norueguês, do nariz, o nariz, nasal, de nariz