Μύτη στα λευκορωσικά
Μετάφραση: μύτη, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нос
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μύτη
μύτη σαν σαλάμι, μύτη αίμα, μύτη βιδώματος με στοπ για γυψοσανίδα, μύτη που ματώνει, μύτη ονειροκρίτης, μύτη λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μύτη στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- μύλος στα λευκορωσικά - млын, вятрак
- μύρτος στα λευκορωσικά - Myrtos
- μώλωπας στα λευκορωσικά - блакiтны, сіняк, чарняк
- νάνος στα λευκορωσικά - карлік
Τυχαίες λέξεις
Μύτη στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: нос
Μεταφράσεις: нос