Νηφάλιος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: νηφάλιος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трезвен, трезв, трезво, трезви, трезва
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νηφάλιος
νηφάλιος ετυμολογία, νηφάλιος τι σημαινει, νηφάλιος λεξικό, νηφάλιος ορισμός, νηφάλιος σημασια, νηφάλιος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, νηφάλιος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- νησί στα βουλγαρικά - остров, Island, Айлънд, острова
- νησιώτης στα βουλγαρικά - островитянин, Islander, островитяните
- νιαουρίζω στα βουλγαρικά - чайка, мяу, мяукане, мяукам
- νικημένος στα βουλγαρικά - победен, победи, побеждава, победени, победил
Τυχαίες λέξεις
Νηφάλιος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: трезвен, трезв, трезво, трезви, трезва
Μεταφράσεις: трезвен, трезв, трезво, трезви, трезва