Νηφάλιος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: νηφάλιος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трезен, трезвени, трезвена, трезвеност, трезвено
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νηφάλιος
νηφάλιος ετυμολογία, νηφάλιος τι σημαινει, νηφάλιος λεξικό, νηφάλιος ορισμός, νηφάλιος σημασια, νηφάλιος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, νηφάλιος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- νησί στα σλαβομακεδονικά - остров, островот
- νησιώτης στα σλαβομακεδονικά - островите, островканка, островјанин, островјанин се, островканка од
- νιαουρίζω στα σλαβομακεδονικά - meow
- νικημένος στα σλαβομακεδονικά - поразен, поразена, поразени, поразил, го победи
Τυχαίες λέξεις
Νηφάλιος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: трезен, трезвени, трезвена, трезвеност, трезвено
Μεταφράσεις: трезен, трезвени, трезвена, трезвеност, трезвено