Νηφάλιος στα τούρκικα

Μετάφραση: νηφάλιος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ölçülü, ağırbaşlı, ayık, sober, ciddi
Νηφάλιος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νηφάλιος

νηφάλιος ετυμολογία, νηφάλιος τι σημαινει, νηφάλιος λεξικό, νηφάλιος ορισμός, νηφάλιος σημασια, νηφάλιος λεξικό γλώσσας τούρκικα, νηφάλιος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • νησί στα τούρκικα - ada, adanın, adası, island, bir ada
  • νησιώτης στα τούρκικα - adalı, islander, Adaları'ndan, adalı bir, The Islander
  • νιαουρίζω στα τούρκικα - miyav, meow, miyavlamıyorlar, miyavlamak, miyavlama
  • νικημένος στα τούρκικα - yenmek, mağlup, yendi, yenilgiye, yenildi, yenilmiş
Τυχαίες λέξεις
Νηφάλιος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ölçülü, ağırbaşlı, ayık, sober, ciddi