Ξεπερασμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ξεπερασμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изтекъл срок на годност, остарели, остаряла, неактуална, са остарели
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεπερασμένος
ξεπερασμένοσ συνώνυμο, ξεπερασμένος συνώνυμα, ξεπερασμένος αγγλικα, ξεπερασμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ξεπερασμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ξενώνας στα βουλγαρικά - общежитие, стая за гости, гости, гостна, стаи за гости, госта стая
- ξεπαγώνω στα βουλγαρικά - размразяване, размразяването, затопляне, топене, затоплянето
- ξεπερνώ στα βουλγαρικά - надпреварвам, изпревари, оставям зад себе, излизам начело на, оставям зад себе си
- ξεπεσμός στα βουλγαρικά - деградация, разграждане, деградацията, деградацията на, разграждането
Τυχαίες λέξεις
Ξεπερασμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: изтекъл срок на годност, остарели, остаряла, неактуална, са остарели
Μεταφράσεις: изтекъл срок на годност, остарели, остаряла, неактуална, са остарели