Ξεπερασμένος στα δανικά
Μετάφραση: ξεπερασμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forældet, forældede, for gammel, uaktuel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεπερασμένος
ξεπερασμένοσ συνώνυμο, ξεπερασμένος συνώνυμα, ξεπερασμένος αγγλικα, ξεπερασμένος λεξικό γλώσσας δανικά, ξεπερασμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ξενώνας στα δανικά - gæstgiveri, kro, gæsteværelse, værelse, værelser, guest room, gæsteværelset
- ξεπαγώνω στα δανικά - tø, optøning, tøvejr, tøbrud
- ξεπερνώ στα δανικά - overgå, distancere, forspring, forspring i, et forspring
- ξεπεσμός στα δανικά - afvise, afslå, nedbrydning, forringelse, nedbrydningen, forringelse af, ødelæggelse
Τυχαίες λέξεις
Ξεπερασμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forældet, forældede, for gammel, uaktuel
Μεταφράσεις: forældet, forældede, for gammel, uaktuel