Ξεπερασμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: ξεπερασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
застаріли, застарілі
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεπερασμένος
ξεπερασμένοσ συνώνυμο, ξεπερασμένος συνώνυμα, ξεπερασμένος αγγλικα, ξεπερασμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ξεπερασμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ξενώνας στα ουκρανικά - гуртожиток, турбаза, кімната, схову
- ξεπαγώνω στα ουκρανικά - розтанути, відлига, танути, відлигу
- ξεπερνώ στα ουκρανικά - опановувати, увінчувати, перемагати, перемогти, переганяти, наздоженіть, перевершувати, ...
- ξεπεσμός στα ουκρανικά - спад, відхиляти, падіння, відхилити, погіршення, деградація
Τυχαίες λέξεις
Ξεπερασμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: застаріли, застарілі
Μεταφράσεις: застаріли, застарілі