Ξεπερασμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ξεπερασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verouderd, verouderd zijn, verouderd is, achterhaald, verouderde
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεπερασμένος
ξεπερασμένοσ συνώνυμο, ξεπερασμένος συνώνυμα, ξεπερασμένος αγγλικα, ξεπερασμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξεπερασμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ξενώνας στα ολλανδικά - logement, herberg, logeerkamer, gastenkamer, kamer, Chambres d'hôtes, kamers
- ξεπαγώνω στα ολλανδικά - dooien, wegsmelten, ontdooien, dooi, ontdooi, ontdooiing
- ξεπερνώ στα ολλανδικά - overtrekken, doorbrengen, doorgeven, langsgaan, overtreffen, aangeven, overtroeven, ...
- ξεπεσμός στα ολλανδικά - bedanken, neerdaling, weigeren, afnemen, verminderen, dalen, afdaling, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξεπερασμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verouderd, verouderd zijn, verouderd is, achterhaald, verouderde
Μεταφράσεις: verouderd, verouderd zijn, verouderd is, achterhaald, verouderde