Οδηγώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: οδηγώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
езда, път, карам, диск, път с кола, с кола
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδηγώ
οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ και πίνω, οδηγώ συνώνυμο, οδηγώ συνωνυμα, οδηγώ και είμαι λιώμα, οδηγώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οδηγώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- οδηγία στα βουλγαρικά - директива, на Директива
- οδηγός στα βουλγαρικά - директива, ръководство, водя, водач, гид, ръководи
- οδοιπορία στα βουλγαρικά - март, поход, марш, шествие, преход
- οδοντίατρος στα βουλγαρικά - зъболекар, стоматолог, зъболекаря
Τυχαίες λέξεις
Οδηγώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: езда, път, карам, диск, път с кола, с кола
Μεταφράσεις: езда, път, карам, диск, път с кола, с кола