Οδηγώ στα ιταλικά
Μετάφραση: οδηγώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guidare, drive, di auto, azionamento, in auto, d'auto
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδηγώ
οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ και πίνω, οδηγώ συνώνυμο, οδηγώ συνωνυμα, οδηγώ και είμαι λιώμα, οδηγώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, οδηγώ στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- οδηγία στα ιταλικά - direttiva, di direttiva, la direttiva, della direttiva, direttiva del
- οδηγός στα ιταλικά - autista, dirigere, governare, guida, cicerone, guidare, guidatore, ...
- οδοιπορία στα ιταλικά - marcia, marzo, March, marciare, corteo
- οδοντίατρος στα ιταλικά - dentista, il dentista, dentista di, dentist, odontoiatra
Τυχαίες λέξεις
Οδηγώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: guidare, drive, di auto, azionamento, in auto, d'auto
Μεταφράσεις: guidare, drive, di auto, azionamento, in auto, d'auto