Οδηγώ στα ισπανικά

Μετάφραση: οδηγώ, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conducir, manejar, vigor, guiar, unidad, en coche, unidad de, accionamiento
Οδηγώ στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδηγώ

οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ και πίνω, οδηγώ συνώνυμο, οδηγώ συνωνυμα, οδηγώ και είμαι λιώμα, οδηγώ λεξικό γλώσσας ισπανικά, οδηγώ στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • οδηγία στα ισπανικά - directiva, directriz, la Directiva, Directiva sobre, directiva de
  • οδηγός στα ισπανικά - dirigir, conducir, guiar, orientar, chofer, guía, conductor, ...
  • οδοιπορία στα ισπανικά - marcha, marzo, de marzo, marzo de, de marzo de
  • οδοντίατρος στα ισπανικά - dentista, odontólogo, dentista de, el dentista, del dentista
Τυχαίες λέξεις
Οδηγώ στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: conducir, manejar, vigor, guiar, unidad, en coche, unidad de, accionamiento