Οδηγώ στα ισλανδικά

Μετάφραση: οδηγώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
drífa, Drive, ökuferð, drif, akstursfjarlægð, akstur
Οδηγώ στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδηγώ

οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ και πίνω, οδηγώ συνώνυμο, οδηγώ συνωνυμα, οδηγώ και είμαι λιώμα, οδηγώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, οδηγώ στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • οδηγία στα ισλανδικά - reglugerð, tilskipun, tilskipunar, á tilskipun, tilskipunin, tilskipun um
  • οδηγός στα ισλανδικά - bifreiðarstjóri, bílstjóri, fylgja, leiðbeina, leiða, að leiðbeina, að fylgja
  • οδοιπορία στα ισλανδικά - mars, March, framrás, mars í, Mar
  • οδοντίατρος στα ισλανδικά - tannlæknir, tannlækni, tannlæknirinn, tannlæknis, tannlækninum
Τυχαίες λέξεις
Οδηγώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: drífa, Drive, ökuferð, drif, akstursfjarlægð, akstur