Οδηγώ στα εσθονικά
Μετάφραση: οδηγώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõit, tarm, tüürima, ajam, drive, autosõidu, sõita, draivi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδηγώ
οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ και πίνω, οδηγώ συνώνυμο, οδηγώ συνωνυμα, οδηγώ και είμαι λιώμα, οδηγώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, οδηγώ στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- οδηγία στα εσθονικά - juhend, direktiiv, juhis, juhtnöör, abijoon, käskkiri, direktiivi, ...
- οδηγός στα εσθονικά - reisijuht, autojuht, draiver, suunama, teejuht, giid, abijoon, ...
- οδοιπορία στα εσθονικά - märts, märtsi, märtsil, marss, marsi
- οδοντίατρος στα εσθονικά - dentiin, hambaarst, hambaarsti, hambaarstile, hambaarstiga
Τυχαίες λέξεις
Οδηγώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sõit, tarm, tüürima, ajam, drive, autosõidu, sõita, draivi
Μεταφράσεις: sõit, tarm, tüürima, ajam, drive, autosõidu, sõita, draivi