Παλαιστής στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παλαιστής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
борец, кечист, борецът
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλαιστής
12χρονος παλαιστής, λαμπράκης παλαιστής, γιάννης παλαιστής, σαμψών παλαιστής, καρπόζηλος παλαιστής, παλαιστής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παλαιστής στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παλαβός στα βουλγαρικά - шут, смелчага, Daredevil, безразсъден, Опасно
- παλαιοντολόγος στα βουλγαρικά - палеонтолог, палеонтологът, палеонтолога
- παλαιός στα βουλγαρικά - стар, стара, старата, стария, стари
- παλεύω στα βουλγαρικά - борба, битка, бой, борбата, двубой
Τυχαίες λέξεις
Παλαιστής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: борец, кечист, борецът
Μεταφράσεις: борец, кечист, борецът