Παρεμβαίνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παρεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
намеси, намесят, намесва, се намеси, се намесва
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρεμβαίνω
παρεμβαίνω στα αγγλικα, παρεμβαίνω αόριστος, παρεμβαίνω λεξικο, παρεμβαίνω ετυμολογια, προβαίνω συνώνυμο, παρεμβαίνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παρεμβαίνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παρελθόν στα βουλγαρικά - минало, покрай, миналото, изминалата, минал
- παρεμβάλλω στα βουλγαρικά - подхвърлям, прекъсна, се намеся, намеся, вмъквам
- παρεμβολή στα βουλγαρικά - смущения, интерференция, намеса, вмешателство, смущение
- παρεμποδίζω στα βουλγαρικά - спъвам, букаи, куцам, куцукане, озадачавам
Τυχαίες λέξεις
Παρεμβαίνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: намеси, намесят, намесва, се намеси, се намесва
Μεταφράσεις: намеси, намесят, намесва, се намеси, се намесва