Παρεμβαίνω στα δανικά
Μετάφραση: παρεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gribe ind, gribe, intervenere, at intervenere, intervention
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρεμβαίνω
παρεμβαίνω στα αγγλικα, παρεμβαίνω αόριστος, παρεμβαίνω λεξικο, παρεμβαίνω ετυμολογια, προβαίνω συνώνυμο, παρεμβαίνω λεξικό γλώσσας δανικά, παρεμβαίνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- παρελθόν στα δανικά - fortid, forbi, tidligere, fortiden, seneste
- παρεμβάλλω στα δανικά - indskyde, interject, indvender, indskyder
- παρεμβολή στα δανικά - hindring, indblanding, interferens, forstyrrelser, indgreb, indgriben
- παρεμποδίζω στα δανικά - humpe, hobble
Τυχαίες λέξεις
Παρεμβαίνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gribe ind, gribe, intervenere, at intervenere, intervention
Μεταφράσεις: gribe ind, gribe, intervenere, at intervenere, intervention