Παρεμβαίνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: παρεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
интервенираат, интервенира, се интервенира, интервенираме, да интервенира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρεμβαίνω
παρεμβαίνω στα αγγλικα, παρεμβαίνω αόριστος, παρεμβαίνω λεξικο, παρεμβαίνω ετυμολογια, προβαίνω συνώνυμο, παρεμβαίνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, παρεμβαίνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- παρελθόν στα σλαβομακεδονικά - минатото, минато, последните, изминатата, изминатите
- παρεμβάλλω στα σλαβομακεδονικά - interject
- παρεμβολή στα σλαβομακεδονικά - мешање, интерференција, пречки, вмешување, мешањето
- παρεμποδίζω στα σλαβομακεδονικά - куцам
Τυχαίες λέξεις
Παρεμβαίνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: интервенираат, интервенира, се интервенира, интервенираме, да интервенира
Μεταφράσεις: интервенираат, интервенира, се интервенира, интервенираме, да интервенира