Παρεμβαίνω στα σουηδικά

Μετάφραση: παρεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ingripa, intervenera, ingriper, interventions, ingripa för
Παρεμβαίνω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρεμβαίνω

παρεμβαίνω στα αγγλικα, παρεμβαίνω αόριστος, παρεμβαίνω λεξικο, παρεμβαίνω ετυμολογια, προβαίνω συνώνυμο, παρεμβαίνω λεξικό γλώσσας σουηδικά, παρεμβαίνω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • παρελθόν στα σουηδικά - vid, hos, förbi, över, tidigare, senaste, förflutna
  • παρεμβάλλω στα σουηδικά - interject, invända, plötsligt skjuta in, plötsligt skjuta, KASTA
  • παρεμβολή στα σουηδικά - hinder, störningar, interferens, störning, inblandning
  • παρεμποδίζω στα σουηδικά - hobble
Τυχαίες λέξεις
Παρεμβαίνω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: ingripa, intervenera, ingriper, interventions, ingripa för