Παρεμβαίνω στα γερμανικά

Μετάφραση: παρεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
intervenieren, einschreiten, eingreifen, einzugreifen, zu intervenieren
Παρεμβαίνω στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρεμβαίνω

παρεμβαίνω στα αγγλικα, παρεμβαίνω αόριστος, παρεμβαίνω λεξικο, παρεμβαίνω ετυμολογια, προβαίνω συνώνυμο, παρεμβαίνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, παρεμβαίνω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • παρελθόν στα γερμανικά - vorbei, beendet, vergangenheit, vorüber, vergangen, Vergangenheit, letzten, ...
  • παρεμβάλλω στα γερμανικά - einwerfen, einzuwerfen, interject, dazwischenwerfen
  • παρεμβολή στα γερμανικά - beeinflussung, mischen, beeinträchtigung, eingriff, einmischung, störung, Störung, ...
  • παρεμποδίζω στα γερμανικά - unterdrücken, humpeln, hobble, Humpelrock, Humpelkleid
Τυχαίες λέξεις
Παρεμβαίνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: intervenieren, einschreiten, eingreifen, einzugreifen, zu intervenieren