Πατριώτης στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
патриот, родолюбец, патриота
Πατριώτης στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πατριώτης

πατριώτης ή εθνικιστής, μικρομεσαίοσ πατριώτησ, ο πατριώτης, πατριώτης λεξικό, εφημερίδα πατριώτησ, πατριώτης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πατριώτης στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πατριάρχης στα βουλγαρικά - патриарх, патриарх на, Патриаршески, за патриарх
  • πατρικός στα βουλγαρικά - бащински, бащин, бащина, по бащина, бащинска
  • πατρογονικός στα βουλγαρικά - по мъжка линия, мъжка линия, протекционистичната, по мъжка, протекционистичен
  • πατρονάρισμα στα βουλγαρικά - патронаж, покровителство, патронажа, меценатството, подкрепа
Τυχαίες λέξεις
Πατριώτης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: патриот, родолюбец, патриота