Πατριώτης στα δανικά
Μετάφραση: πατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
patriot, patriotiske, af Patriot, Patriots
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πατριώτης
πατριώτης ή εθνικιστής, μικρομεσαίοσ πατριώτησ, ο πατριώτης, πατριώτης λεξικό, εφημερίδα πατριώτησ, πατριώτης λεξικό γλώσσας δανικά, πατριώτης στα δανικά
Μεταφράσεις
- πατριάρχης στα δανικά - patriark, patriarken, Patriarch, Patriarkens
- πατρικός στα δανικά - faderlig, faderlige, fædrene, forældremyndigheden, faderligt
- πατρογονικός στα δανικά - formueforhold, formueanalyse, formueretten i bred, patrimonial
- πατρονάρισμα στα δανικά - protektion, formynderi, protektor, mæcenat, sponsorering
Τυχαίες λέξεις
Πατριώτης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: patriot, patriotiske, af Patriot, Patriots
Μεταφράσεις: patriot, patriotiske, af Patriot, Patriots