Πατριώτης στα τούρκικα
Μετάφραση: πατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yurtsever, vatansever kişi, vatansever, vatanseverdi, vatanseverim
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πατριώτης
πατριώτης ή εθνικιστής, μικρομεσαίοσ πατριώτησ, ο πατριώτης, πατριώτης λεξικό, εφημερίδα πατριώτησ, πατριώτης λεξικό γλώσσας τούρκικα, πατριώτης στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πατριάρχης στα τούρκικα - patrik, patriği, patriğin, patri¤i
- πατρικός στα τούρκικα - baba tarafından, baba, paternal, babalık, babadan
- πατρογονικός στα τούρκικα - miras kalmış olan, Patrimonial, patrimonyal, miraslarından oluşan, babdan kalma
- πατρονάρισμα στα τούρκικα - yardım, himaye, patronaj, himayesi, hamiliği, hamilik
Τυχαίες λέξεις
Πατριώτης στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yurtsever, vatansever kişi, vatansever, vatanseverdi, vatanseverim
Μεταφράσεις: yurtsever, vatansever kişi, vatansever, vatanseverdi, vatanseverim